ψηφοδόχος

ψηφοδόχος
-ο, Ν
αυτός που δέχεται τις ψήφους («ψηφοδόχος κάλπη» — κιβώτιο στο οποίο οι ψηφοφόροι ρίχνουν τις ψήφους ή τα ψηφοδέλτια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψηφοδόχος, -ος, -ο — 1. αυτός που δέχεται τις ψήφους. 2. το θηλ. ως ουσ., ψηφοδόχος η κάλπη, το κιβώτιο μέσα στο οποίο ρίχνουν την ψήφο τους, όταν ψηφίζουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άκυρος — η, ο (AM ἄκυρος, ον) αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια μσν. φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

  • κήτιον — κήτιον, τὸ (Α) 1. είδος άγριου πράσου που χρησιμοποιούνταν ως εμετικό 2. (κατά τον Ησύχ.) κληρωτίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήθιον (< κηθίς* «ψηφοδόχος») με απώλεια τής δασύτητας] …   Dictionary of Greek

  • κηθίς — κηθίς, ίδος, ἡ (Α) αγγείο στο οποίο ρίχνονταν οι ψήφοι, κάλπη, κληρωτίδα, ψηφοδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με μυκηναϊκό kati «είδος αγγείου με μικρές λαβές»] …   Dictionary of Greek

  • κιβώτιο — το (ΑΜ κιβώτιον, Μ και κιβώτιν) μεγάλη ή μικρή θήκη από ξύλο ή άλλο υλικό σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με κάλυμμα επίπεδο ή κυρτό, στην οποία φυλάσσονται ή τοποθετούνται για μεταφορά τρόφιμα, εμπορεύματα, ρούχα κ.ά. αντικείμενα, κουτί,… …   Dictionary of Greek

  • κληρωτίδα — η (Α κληρωτίς, ίδος) κάδος ή κιβώτιο ή δοχείο στο οποίο τοποθετούνται και ανακατεύονται οι λαχνοί που προορίζονται για κλήρωση, ψηφοδόχος κάλπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτής] …   Dictionary of Greek

  • λυχνείο — το (Α λυχνεῑον) [λύχνος] λυχνοστάτης αρχ. στήριγμα πάνω στο οποίο τοποθετούνταν η ψηφοδόχος κάλπη …   Dictionary of Greek

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”